κάλλαιον — cock s comb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλαίοις — κάλλαιον cock s comb neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλαια — κάλλαιον cock s comb neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλαιο(ν) — το (AM κάλλαιον) νεοελλ. ανατ. έπαρμα τού ηθμοειδούς οστού, στο μέσον τού πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα μσν. αρχ. 1. η σαρκώδης απόφυση τής κορυφής τού κεφαλιού τού πετεινού, λειρί, λοφίο 2. το σαρκώδες… … Dictionary of Greek
καλάινος — και καλλάινος, η, ο και καλ(λ)αγένιος, ια, ιο (Α καλάινος και καλλάινος, η, ον) νεοελλ. κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο αρχ. 1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν*. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου,… … Dictionary of Greek
καλαΐς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν φτερωτός γιος του Βορέα και της Ωρειθυίας, αδελφός του Ζήτη. Στην Αργοναυτική εκστρατεία τα δύο αδέλφια, εξαιρετικά ευκίνητοι και ωραίοι άντρες, ελευθέρωσαν τον Φινέα από τις Άρπυιες. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο… … Dictionary of Greek
κόλλος — κόλλος, τὸ (Α) το κάλλαιον, το λειρί, το λοφίο τού πετεινού … Dictionary of Greek
λειρί — το το κόκκινο σαρκώδες λοφίο που έχουν στο κεφάλι μερικά πτηνά, ιδίως ο πετεινός, το κάλλαιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. λείριον* με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
λόφιον — λόφιον, τὸ (Α) [λόφος] 1. μικρός λόφος, λοφίσκος 2. (κατά τον Δίον. Θρ.) «λόφιον, τὸ κάλλαιον τοῡ ἀλέκτορος» 3. λοφείον* … Dictionary of Greek
κάλλαι' — κάλλαια , κάλλαιον cock s comb neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
gal-2 — gal 2 English meaning: to call, cry Deutsche Übersetzung: “rufen, schreien” Material: 1. Welsh galw “call, shout, cry, subpoena, send an invitation to court, summon”, M.Bret. galu “call, appeal; claim, summons; plea” (*gal u̯o ),… … Proto-Indo-European etymological dictionary